- γονιός
- και γονέας και γονής, ο (AM γονεύς)1. ο πατέρας2. συνήθως στον πληθ.) οι γονείς και γονιοί και γονέοι και γονικάα) πατέρας και μητέρα μαζίβ) πρόγονοινεοελλ.φρ. «πείνα και τών γονέων» — πολύ μεγάλη πείνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < *gon-, ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας *gen- «γεννώ». Ο τ. γονιός < γονέος, πληθ. οι γονέοι (πρβλ. ωραίοι -ωραίος) < τών γονέων, γεν. πληθ. τού γονεύςκατ' άλλους ο τ. γονιός σχηματίστηκε αναλογικά προς το υιός, από τη γενική πληθυντικού υιών που συνέπιπτε με γεν. πληθ. γονιών. Ο τ. γονέας < γονεύς με μεταπλασμό (πρβλ. βασιλεύς-βασιλέας, γραφεύς-γραφέας). Ο τ. γονής < γονείς, πληθ. τού γονεύς (πρβλ. ο ιερής-οι ιερείς, ο ιερεύς), αναλογικά προς τα αρσενικά σε -ής με τα οποία συνέπεσε ακουστικά (πρβλ. ποιητής, νικητής, ληστής)κατ' άλλους, ο τ. γονής σχηματίστηκε κατά το συγγενής από τον πληθυντικό συγγενήδες- γονήδες και συγγενοί -γονιοί].
Dictionary of Greek. 2013.